- παραίρημα
- παραίρ-ημα, ατος, τό,A edge or selvage of cloth: generally, band, strip, Th.4.48; prob. for παραίρεμα or πάρερμα in Hp.Off.12; expld. by παράρματα ἱματίων, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραίρημα — edge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραίρημα — τὸ, Α [παραιρώ] 1. η άκρη μάλλινου υφάσματος η οποία είναι πιο χοντρή από το κυρίως ύφασμα 2. ταινία, λωρίδα … Dictionary of Greek
παραιρημάτων — παραίρημα edge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιρήμασι — παραίρημα edge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιρήματα — παραίρημα edge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιρήματος — παραίρημα edge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)